To 1902 ένας φυσιολόγος ο Starling ανακάλυψε τη σεκρετίνη, μια ουσία η οποία παρατήρησε ότι αν και παράγεται στο λεπτό έντερο εντούτοις έχει δράση σε ένα άλλο όργανο, στο πάγκρεας. Η ιδιαιτερότητα αυτής της χημικής ουσίας να έχει διαφορετικό σημείο παραγωγής και δράσης, οδήγησε τον επιστήμονα αυτό να εγκαινιάσει ένα καινούριο όρο στην ιατρική επιστήμη. Καθιέρωσε τη λέξη “ορμόνη”, θέλοντας να περιγράψει έτσι όλες τις ουσίες που παράγονται από όργανα (που έκτοτε ονομάστηκαν “αδένες”), εκκρίνονται στο αίμα και μεταφέρονται μέσω της κυκλοφορίας σε απομακρυσμένα όργανα-στόχους ώστε να ασκήσουν τη λειτουργία τους.
Από τότε η συστηματική δουλειά βιοχημικών, φυσιολόγων και κλινικών ερευνητών έχει αποκαλύψει μια σειρά από ουσίες που χαρακτηρίζονται ως ορμόνες. Αυτοί οι ερευνητές απέδειξαν στο πέρασμα των δεκαετιών ότι νόσοι όπως π.χ. ο υποθυρεοειδισμός ή ο σακχαρώδης διαβήτης, μπορούν να αντιμετωπιστούν επιτυχώς με υποκατάσταση συγκεκριμένων ορμονών. Έτσι ο θρίαμβος αυτός της ιατρικής οδήγησε στην ίδρυση της κλινικής ειδικότητας της ενδοκρινολογίας (ενδο+εκκρίνω), καλύπτοντας την ανάγκη της επιστήμης για εξειδίκευση, με σκοπό τη καλύτερη κατανόηση και θεραπεία των ασθενειών του ανθρωπίνου σώματος.
Η σύγχρονη ενδοκρινολογία είναι ένας κλάδος της παθολογίας που μελετά τη φυσιολογία αλλά και την παθολογία που σχετίζεται με τις ορμόνες και είναι μια ταχέως αναπτυσσόμενη επιστήμη, με συνεχώς νέες γνώσεις να εμφανίζονται στη διεθνή βιβλιογραφία σχεδόν καθημερινά. Αντικείμενο μελέτης είναι το ενδοκρινικό σύστημα, ένα σύνθετο σύστημα αδένων που αποτελείται αδρά από τον θυρεοειδή, τους παραθυρεοειδείς, το πάγκρεας, τις ωοθήκες, τους όρχεις, τα επινεφρίδια, την υπόφυση και τον υποθάλαμο. Καθώς οι επιστημονικές πληροφορίες που αποκτούμε συνεχώς και πληθαίνουν, όλο και περισσότερα όργανα φαίνεται ότι έχουν ενδοκρινική δράση. Οι αδένες αυτοί με τις ορμόνες που εκκρίνουν, αλληλεπιδρούν, ελέγχουν και συντονίζουν πολλές λειτουργίες του οργανισμού.